πάλαισμα

πάλαισμα
το (Α πάλαισμα) [παλαίω]
τέχνασμα παλαιστή που γίνεται με σκοπό να προκαλέσει την πτώση τού αντιπάλου, παλαιστικό κόλπο
αρχ.
1. δόλος
2. τέχνασμα («πάλαισμα τοῡτ' ἐστὶ δικαστηρίου», Αισχίν.)
3. πόλεμος
4. κάθε μορφή αγώνα
5. στον πληθ. τὰ παλαίσματα
α) παλαιστικά κατορθώματα
β) (για εικαστικές συνθέσεις) συμπλέγματα παλαιστών
6. μτφ. υπεκφυγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πάλαισμα — bout neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλαισμ' — πάλαισμα , πάλαισμα bout neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαισμάτεσσι — πάλαισμα bout neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαισμάτων — πάλαισμα bout neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαίσμασι — πάλαισμα bout neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαίσμασιν — πάλαισμα bout neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαίσματα — πάλαισμα bout neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαίσματι — πάλαισμα bout neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαίσματος — πάλαισμα bout neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαίσμαθ' — παλαίσματα , πάλαισμα bout neut nom/voc/acc pl παλαίσματι , πάλαισμα bout neut dat sg παλαίσματε , πάλαισμα bout neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”